Η Κάτια Γέρου απαντά στο ερωτηματολόγιο του theatergoer

Πώς σχολιάζετε την υπερπληθώρα θεατρικών παραστάσεων στην Αθήνα;
Στη χώρα που γεννήθηκε το θέατρο το βρίσκω πολύ θεμιτό και υγιές να υπάρχει υπερπληθώρα παραστάσεων. Οι καλλιτέχνες είναι ανήσυχοι, επινοητικοί και κινητικοί. Και εξάλλου ένα μεγάλο μέρος των παραστάσεων αυτών δεν χρηματοδοτείται από το ελληνικό δημόσιο. Οι καλλιτέχνες βάζουν το κεφάλι τους στον τορβά, το budget τους είναι η τέχνη τους και στο τέλος μοιράζονται δια του όσοι είναι τα χρήματα που έχουν κερδηθεί. Είναι σα να λες σε έναν που έχει σπουδάσει ξυλουργός: δε θα φτιάξεις ποτέ ούτε ένα τραπέζι στη ζωή σου. Επειδή δεν έχεις βρει έναν φορέα να σε προσλάβει ούτε έναν παραγωγό να σε χρηματοδοτήσει. Και αυτός απαντά: εγώ ξέρω την τέχνη μου, φτιάχνω καλά τραπέζια, και αυτό θα συνεχίσω να κάνω στην υπόλοιπη ζωή μου.

Παρακολουθείτε θέατρο στο εξωτερικό, σε ξένες γλώσσες;
Λόγω οικονομικής δυσπραγίας δεν μπόρεσα να ταξιδέψω ποτέ στο εξωτερικό για να δω θέατρο. Ευτυχώς όμως έρχονται παραστάσεις από το εξωτερικό εδώ. Και βεβαίως τις παρακολουθώ. Εκεί καταλαβαίνω την παγκόσμια γλώσσα του θεάτρου. Αρκετές φορές δεν κοιτάζω καν τους υπέρτιτλους. Η φωνή και το σώμα των ηθοποιών είναι η πιο κατανοητή ζωντανή γλώσσα, αυτό πιστεύω.

Τι, κατά τη γνώμη σας, χαρακτηρίζει τους εγχώριους καλλιτέχνες του θεάτρου στη δουλειά τους;
Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση για τον εξής λόγο: Πώς λέμε ότι μέσα σε μια χώρα υπάρχουν πολλές χώρες; Θέλω να πω ότι το ότι είμαστε Έλληνες δε σημαίνει ότι μας συνδέουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Άρα οι εγχώριοι καλλιτέχνες έχουν ο καθένας τα δικά τους χαρακτηριστικά, τις δικές τους εμμονές, τη δική τους φιλοσοφία, το δικό του όραμα εν τέλει.

Ποια η άποψή σας για την κριτική θεάτρου; Τη λαμβάνετε υπ’ όψιν σας όταν σας αφορά ή όχι;
Μετά από 44 χρόνια δουλειάς στο θέατρο, πράγμα που σημαίνει ότι έχω δεχτεί και τον έπαινο και τον ψόγο, είμαι απόλυτα ψύχραιμη απέναντι στην κριτική. Όταν μου αρέσει ο τρόπος που γράφει ένας κριτικός ακόμα κι όταν διαφωνήσει με τη δουλειά μου, κι αν η διαφωνία του δε συνοδεύεται από ύβρεις αλλά από επιχειρήματα τότε, βεβαίως, διαβάζω το κείμενό του και κατόπιν το σκέφτομαι. Επειδή, όμως, στο πολύ μακρινό μου καλλιτεχνικό παρελθόν, παρά λίγο να εγκαταλείψω οριστικά το επάγγελμά μου λόγω μιας υβριστικής, κατεδαφιστικής κριτικής, τώρα πια ξέρω να προστατεύομαι και οι προτεραιότητες μου είναι άλλες όχι μόνο οι γνώμες.

Πώς και γιατί ασχοληθήκατε με το θέατρο;
Ως φοιτήτρια της νομικής σχολής είχα πάρει μέρος στο θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου σε μια παράσταση. Μου δόθηκε η διάκριση του πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Ιθάκης και εκεί σκέφτηκα ότι ίσως αυτός να είναι ένας δρόμος για εμένα, γιατί η επιλογή της νομικής ένοιωθα ότι ήταν λαθεμένη. Εξάλλου μέχρι τα 16 μου χρόνια δεν είχα δει ποτέ θέατρο στη ζωή μου. Έτσι έγινε λοιπόν.

Ποια ήταν η πρώτη επαγγελματική παράσταση της ζωής σας; Τι σας έχει εντυπωθεί στη μνήμη;
Η πρώτη μου παράσταση ήταν όταν τέλειωσα τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και το ίδιο καλοκαίρι έπαιξα για πρώτη φορά στην Επίδαυρο στις «Τρωαδίτισσες» του Ευριπίδη στο ρόλο της Κασσάνδρας σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Αυτά που εντυπώθηκαν στη μνήμη μου τότε, το καλοκαίρι του 1979, με συνοδεύουν σε όλη την υπόλοιπη καλλιτεχνική ζωή μου: το πόσο τιμητικό ήταν για μένα, ένα νέο παιδί τότε, να με εμπιστευτεί ένας θεατράνθρωπος σαν τον Κουν, το πόσο δύσκολη και επίπονη είναι η εργασία στο θέατρο, το πως ποτέ δεν πρέπει να εφησυχάζεις με το όποιο αποτέλεσμα έχεις καταφέρει, γιατί το “ταβάνι” του θεάτρου είναι ο ουρανός.

Με ποια άλλην ιδιότητα –ξέχωρα από τη δική σας- θα θέλατε να είχατε εμπλακεί στο θέατρο;
Ήδη έχω εμπλακεί με κάποιες. Δούλεψα ως σκηνοθέτης και μέλος της μεταφραστικής ομάδας στη «Μήδεια» του Ευριπίδη, έχω γράψει κείμενα για το θέατρο, ένα βιβλίο για την Τέχνη του Ηθοποιού το “Αλλάζοντας του παλμούς της καρδιάς” και διδάσκω σε σχολές εδώ και πολλές δεκαετίες.

Πώς βιώνετε τη θεατρική διαδικασία;
Είναι ένας αγώνας σώμα με σώμα – εσύ και το κείμενο – αγώνας κόντρα στη φυσική τεμπελιά που έχουμε όλοι μας. Αγώνας στην πρόβα και στην παράσταση να υπάρχεις σα να είναι η τελευταία σου φορά. Εν τέλει είναι ένας αγώνας μεγάλος!

Πώς προσεγγίζετε έναν ρόλο;
Τον “κυκλώνω” σιγά και προσεχτικά, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να με φοβίσει ούτε ο ρόλος ούτε ο σπουδαίος συγγραφέας που τον έγραψε. Τον αντιμετωπίζω σαν έναν άγνωστό μου μέχρι τώρα άνθρωπο που η παρουσία του μου προκαλεί τεράστιο ενδιαφέρον και θέλω να μάθω τα πάντα γι’ αυτόν. Βρίσκω όποια πηγή υπάρχει γύρω από το έργο, τον ρόλο και τον συγγραφέα ώστε σιγά-σιγά να αρχίσει να φτιάχνεται ένας οικείος χώρος. Οι ρόλοι συνήθως βρίσκονται σε θερμοκρασίες όπου τήκονται τα μέταλλα. Θέλω να πω ότι δεν μπορείς να έχεις “του χεριού σου” την Κασσάνδρα, την Ηλέκτρα, την Μπλάνς κλπ κλπ. Διανύεις χιλιόμετρα για να συναντήσεις τους ρόλους σου. Προσπαθείς στις πρόβες τα λόγια σου να είναι εν τη γενέσει και δεν επιτρέπεις ποτέ στον εαυτό σου να μιλήσει
μπαίνοντας “στον αυτόματο πιλότο”. Να κρύψει την όποια τεχνική του, να μην ακουστεί τελικά η εκπαιδευμένη φωνή του ηθοποιού, αλλά η ανθρώπινη φωνή του ρόλου του, με τις ρωγμές της, τις ποικιλίες της, τις αλλαγές ρυθμών και ηχοχρωμάτων, να φτιαχτεί- πώς να το πώ;- μια παρτιτούρα. Κάποια άλλη συνάδελφος τον ρόλο θα τον παίξει αλλιώς, αλλά τουλάχιστον ας προσπαθούμε να βάζουμε ο καθένας τη δική του σφραγίδα. Σε αυτή την θνησιγενή τέχνη που χάνεται μετά την τελευταία παράσταση, αυτό να μην το ξεχνάμε ποτέ.

Έχει τύχει να παρακολουθήσετε κάποια παράσταση πάνω από μία φορά; Κι αν, ναι, ποια και για ποιους λόγους;
Ναι έχει τύχει να παρακολουθήσω τρεις φορές το ρεσιτάλ ερμηνείας της Έλλης Λαμπέτη πάνω σε θεατρικούς μονολόγους, όντας η ίδια σπουδάστρια εκείνον τον καιρό στη Δραματική Σχολή. Με κορυφαίο ένα διαμάντι, την «Ανθρώπινη φωνή» του Κοκτώ. Έβλεπα ένα πλάσμα που έπασχε, ακτινοβολούσε, συγκινούσε, χωρίς καμιά πόζα χωρίς καμιά ψευτιά. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κάποιος μπορούσε να κάνει αυτό που έκανε η Λαμπέτη στη σκηνή. Ήταν για μένα αδιανόητο.

Πόσο συχνά εγκαταλείπεται μια παράσταση στο διάλειμμα (ή και νωρίτερα);
Σε ελληνική παράσταση ποτέ! Δε θα ήθελα να μου το κάνουν γι’ αυτό δεν το κάνω κι εγώ. Είναι σαν σ’ ένα ρεστοράν να τρως ένα πιάτο φαί που δε σου άρεσε καθόλου και η αντίδρασή σου είναι να το πετάς στο πρόσωπο του μάγειρα και να φεύγεις έξαλλος. Τεράστια αγένεια! Κάνε υπομονή και περίμενε να τελειώσει κι ας μην ξαναπάς ποτέ. Όλοι γνωριζόμαστε. Η αγένεια γύρω μας περισσεύει. Ας μη συμβάλλουμε κι εμείς στην αγένεια.

Ποια στοιχεία συμβάλουν στην καλλιτεχνική επιτυχία μιας παράστασης;
Η καλλιτεχνική αρτιότητα. Η πρωτοτυπία της προσέγγισης από τον σκηνοθέτη. Η θερμοκρασία και η αμεσότητα των ηθοποιών, ένας καλός παραγωγός που να στηρίζει το έργο. Χρήματα για διαφήμιση. Όλα αυτά καθώς και πολλά άλλα που τώρα μου διαφεύγουν.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας θεατρικό έργο;
«Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» του Μπρεχτ.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας δημιουργός, Έλληνας ή ξένος;
Είναι ο Τσέχοφ.

Αλήθεια, για ποιους λόγους πιστεύετε πως ο άνθρωπος παρακολουθεί θέατρο στις μέρες μας;
Για να νοιώσει ζωντανός, να ξεπαγώσει το μυαλό και η ψυχή του, να πάει σε έναν χώρο όπως το θέατρο που είναι από τους τελευταίους τόπους συνάντησης των ανθρώπων.

Έχετε κλάψει ποτέ σε παράσταση κι αν, ναι, σε ποια;
Κάποιες φορές έχω κλάψει, δεν θυμάμαι σε ποιες. Θυμάμαι όμως μια παράσταση που στο τέλος δεν μπορούσα να χειροκροτήσω από τη συγκίνησή μου. Ήταν η «Μήδεια» του Παπαϊωάννου.

Ποια ήταν η τελευταία παράσταση που σας θύμωσε και για ποιον λόγο;
Ποτέ δε θα το έλεγα αυτό δημόσια. Ξέρω ότι όσο και να ξεκινάμε με τις καλύτερες των προθέσεων καμιά φορά μπορούμε να σπάμε και τα μούτρα μας εμείς οι καλλιτέχνες. Θα το έλεγα σε κανά δυο φίλους και ίσως ούτε και σε αυτούς.

Με ποιον τύπο συνεργάτη δεν έχετε καλή χημεία σε αυτή τη δουλειά;
Ίσως με κάποιον που θα έρθει από την αρχή με συγκεκριμένους στόχους στο μυαλό του και δε θα θελήσει να νοιώσει την όσμωση με τους υπόλοιπους συντελεστές. Όταν δηλαδή είναι εξαρχής αμετακίνητος και όταν οι επιλογές του είναι προαποφασισμένες. Δε λέω ότι είναι λάθος εκ μέρους του, αλλά η δική μου ιδιοσυγκρασία είναι κάτι που δεν το προτιμά. Μ’ αρέσει η περιπέτεια το να μην ξέρεις τί θα βγει στο τέλος.

Το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό σας όνειρο;
Όσο στέκομαι στα πόδια μου και έχω υγεία να μπορώ να δουλεύω σε αυτήν τη δουλειά που λατρεύω, την τόσο ευφρόσυνη, τόσο πληγωτική και τόσο δύσκολη. Μια χαρμολύπη είναι το θέατρο όπως και η ζωή.

Ποια είναι τα καλλιτεχνικά σας σχέδια για την τρέχουσα θεατρική περίοδο;
Να ολοκληρωθούν οι παραστάσεις στην Αθήνα, να κλείσει ο πρώτος κύκλος του ταξιδιού της παράστασης με τη συμμετοχή μας στο Διεθνές Φεστιβάλ για Γυναίκες Καλλιτέχνες στο Ραμπάτ, στο Μαρόκο. Και μετά να καθίσουμε με τον Σάββα και την Ναταλία να οργανώσουμε τη συνέχεια του ταξιδιού της παράστασής μας. Καθώς, επίσης, και να ταξιδέψω με το καμπαρέ-stand up tragedy όπου και αυτό λίγες παραστάσεις πρόλαβε να κάνει.

Η κυρία Κάτια Γέρου παίζει στην παράσταση «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας» της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς στο Θέατρο Φούρνος της Αθήνας κάθε Σάββατο στις 21.00 και κάθε Κυριακή στις 20.00 (Πληροφορίες: 210646 0748 / 6947656041).

About Δημήτρης Φοινίτσης

Ο Δημήτρης Φοινίτσης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης από μικρασιατική οικογένεια. Σπούδασε στο μεταπτυχιακό τμήμα Δημιουργικής Γραφής της Παιδαγωγικής Σχολής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (διπλωματική εργασία στο Θεατρικό Έργο), στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (κατεύθυνση Θεατρολογίας με διπλωματική εργασία στη Σκηνοθεσία), στο Scuola di Lettere e Filosofia - Universita degli Studi di Genova, στη Δραματική Σχολή Αθηνών, στην Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης «Θεμέλιο» και στη Σχολή Δημοσιογραφίας «ΑΝΤ1». Έχει γράψει θεατρικά έργα, διηγήματα και παραμύθια. Εργάστηκε επί σειρά ετών στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο των Αθηνών και της περιφέρειας ως κριτικός θεάτρου, πολιτιστικός συντάκτης, εκφωνητής ειδήσεων, ραδιοφωνικός παραγωγός κ.α. Μετά από συνεργασίες στις κρατικές σκηνές και το ελεύθερο θέατρο ως ηθοποιός αποφάσισε να στραφεί –καλλιτεχνικά- στη σκηνοθεσία. Δημιουργός και σκηνοθέτης της «Ομάδας Παραστατικών Τεχνών προΤΑΣΗ», έχει ανεβάσει κλασσικά και σύγχρονα έργα σε, κυρίως, μη θεατρικούς χώρους. / d.finitsis@gmail.com

Σχολιάστε